- αθρήνητος
- -η, -ο (Μ ἀθρήνητος, -ον) [θρηνῶ]αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτοςνεοελλ.αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θρηνήσει όσο τού αξίζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθρήνητος — unlamented masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρήνητος — η, ο άκλαυτος, αμοιρολόγητος: Πέθανε στην ξενιτιά αθρήνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθρήνητον — ἀθρήνητος unlamented masc/fem acc sg ἀθρήνητος unlamented neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθρηνήτους — ἀθρήνητος unlamented masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… … Dictionary of Greek
άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… … Dictionary of Greek
αβόητος — ἀβόητος, ον (AM) [βοῶ] μσν. αθόρυβος αρχ. αυτός που δεν τόν θρήνησαν γοερά, αθρήνητος, άκλαυτος … Dictionary of Greek
αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ … Dictionary of Greek
αμοιρολόγητος — και λόητος, η, ο [μοιρολογώ] (για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος … Dictionary of Greek
ανοίμωκτος — ἀνοίμωκτος, ον (Α) [οιμωκτός] αθρήνητος, άκλαυτος … Dictionary of Greek